σπασμολυτικός

σπασμολυτικός
-ή, -ό, Ν
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπασμολυτικά
(φαρμ.) ουσίες που προκαλούν χαλάρωση τών λείων μυϊκών ινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spasmolytic (< σπασμός + λύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”